χαρακώνω

χαρακώνω
χαρακῶ, -όω, ΝΜΑ [χάραξ, -ακος]
περιβάλλω έναν τόπο με αιχμηρούς πασσάλους κυρίως για αμυντικούς σκοπούς, κατασκευάζω χαράκωμα, περιχαρακώνω
νεοελλ.
1. σύρω με χάρακα παράλληλες ευθείες γραμμές πάνω σε μια επιφάνεια, ριγώνω
2. (στην αμπελουργία) κάνω χαραγή, αφαιρώ τμήμα τού φλοιού κλήματος σε σχήμα δακτυλίου
3. τραυματίζω κάποιον με αιχμηρό αντικείμενο στο πρόσωπο ή στο σώμα («τήν χαράκωσε για να τήν τρομοκρατήσει και να μην μιλήσει στην αστυνομία»)
μσν.-αρχ.
(κυρίως σχετικά με αμπέλι) στηρίζω με χάρακες, με πασσάλους
αρχ.
1. κατασκευάζω χαράκωμα εναντίον κάποιου, τόν πολιορκώ
2. μτφ. προστατεύω (α. «οὕτω μὲν χαρακώσαντες τὸν πλοῦτον, οὕτω δὲ ἀσφαλῶς τειχισάμενοι», Φιλόστρ.
β. «τὸ στόμα ὀδοῦσι χαρακώσας», Στοβ.)
3. παθ. χαρακοῡμαι -όομαι
μτφ. ναρκώνομαι ή χάνω τις αισθήσεις μου («ἐχαρακώθη ὑπὸ τοῦ οἴνου», Αντωνίν. Λίβ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαρακώνω — χαρακώνω, χαράκωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χαρακώνω — χαράκωσα, χαρακώθηκα, χαρακωμένος 1. περιβάλλω κάτι με παλούκια, περιφράζω, οχυρώνω. 2. σέρνω γραμμές πάνω σε μια επιφάνεια με το χάρακα: Χαρακώνω το τετράδιό μου. 3. κάνω χαραγή στο αμπέλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραμμογραφώ — ( έω) σύρω γραμμές πάνω σε χαρτί με γραμμογράφο ή άλλο μέσο, ριγώνω, χαρακώνω …   Dictionary of Greek

  • γραμμώνω — σύρω γραμμές, ριγώνω, χαρακώνω …   Dictionary of Greek

  • διαγραμμίζω — (AM διαγραμμίζω) διαιρώ με γραμμές, χαρακώνω αρχ. παίζω πεσσούς, ντάμα …   Dictionary of Greek

  • παρασταυρώ — όω, Α χαρακώνω, περικλείω με πασσάλους μπηγμένους τον έναν κοντά στον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σταυρῶ «περιφράσσω χώρο με πασσάλους»] …   Dictionary of Greek

  • ριγώνω — και ρηγώνω Ν [ρίγα / ρήγα] σύρω με χάρακα παράλληλες ευθείες γραμμές πάνω σε μια επιφάνεια, χαρακώνω …   Dictionary of Greek

  • χαράσσω — Ν ΜΑ, και χαράζω Ν, και αττ. τ. χαράττω Α 1. κάνω εγκοπές, γραμμές ή γράμματα πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο, εγχαράσσω 2. γράφω 3. σχεδιάζω τις κύριες γραμμές μιας μελλοντικής κατασκευής ή ορίζω και σημειώνω στο έδαφος τον άξονα ενός… …   Dictionary of Greek

  • χαρακωτικός — η, ό, Ν 1. (κυρίως στρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή χαρακωμάτων 2. το θηλ. ως ουσ. η χαρακωτική η τέχνη τής πρόσκαιρης οχύρωσης μιας περιοχής με χαρακώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρακώνω. Το θηλ. χαρακωτική (ενν. τέχνη) μαρτυρείται από …   Dictionary of Greek

  • χαρακωτός — ή, ό, Ν [χαρακώνω] αυτός που έχει γραμμές που έχουν γίνει με χάρακα, χαρακωμένος («χαρακωτό χαρτί»). επίρρ... χαρακωτά Ν με χάραξη γραμμών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”